- συνζητώ
- -έω, Αβλ. συζητώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συζητώ — συζητῶ, έω, ΝΜΑ, και συνζητῶ, έω, Α [ζητῶ] 1. διερευνώ, εξετάζω ένα θέμα μαζί με άλλον ή άλλους, ανταλλάσσω σκέψεις, γνώμες σχετικά με ένα θέμα, διεξάγω συζήτηση, συνομιλώ 2. προβάλλω, διατυπώνω αντιρρήσεις σχετικά με ένα θέμα («μην τό συζητάς,… … Dictionary of Greek